- ἐπήλυδες
- ἔπηλυςone who comes tomasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα … Dictionary of Greek
εισήλυδες — εἰσήλυδες, οι (Α) οι επήλυδες … Dictionary of Greek
ευπατρίδης — ο (ΑΜ εὐπατρίδης, Α δωρ. τ. εὐπατρίδας) αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα ή από ευγενείς προγόνους, ο ευγενής, ο αριστοκράτης, ο άρχοντας αρχ. 1. ως επίθ. (για οίκο) αριστοκρατικός («ἁ τῶν εὐπατριδᾱν γεγῶσ οἴκων», Ευρ.) 2. (στην αρχαία Αθήνα) … Dictionary of Greek
Πόλα — (σερβοκροατικά Pula, ιταλικά Pola). Πόλη της Κροατίας, χτισμένη στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Iστρίας. Είναι γνωστή για τα σημαντικά ρωμαϊκά μνημεία της και είναι συνδεμένη με την ελληνική ιστορία από τους επανειλημμένους ελληνικούς… … Dictionary of Greek
Πραισός — Αρχαία πόλη στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Κατελάμβανε την περιοχή που εκτείνεται μεταξύ των δύο βραχιόνων του ποταμού Παντέλη ή Στόμιου (αρχαίου Διδύμου). Ο κεντρικός οικισμός χτίστηκε επάνω σε τρεις λόφους ακροπόλεις και στο μεταξύ τους μικρό… … Dictionary of Greek